- λαμπτήρας
- οη ηλεκτρική λάμπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμπτήρας — ο (AM λαμπτήρ, ῆρος) [λάμπω] νεοελλ. κάθε φωτιστικό μέσο στο οποίο χρησιμοποιείται το ηλεκτρικό ρεύμα για την παραγωγή τού φωτός, λυχνία, λάμπα (μσν. αρχ.) 1. πυρσός που φωτίζει κατά τη νύχτα, δάδα αρχ. 1. σκεύος ή σχάρα μέσα ή πάνω στα οποία… … Dictionary of Greek
λαμπτῆρας — λαμπτήρ stand masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
LATERNA — iam Veteribus multo in usu fuit. Cum enim νυκτιπορίᾳ plurimum illi uterentur, uti de Alex. Mag. Iuli Caesate, Aug. aliis, legimus, ad iter nocturnum faces primum adhibuêrunt lychnuchos e pelle, quae vim ventorum facile ferre possent ac defendere … Hofmann J. Lexicon universale
βραχυκύκλωμα — Η σύνδεση των πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής, υπολογίσιμης διαφοράς δυναμικού, με αγωγό αμελητέας ηλεκτρικής αντίστασης. Η λέξη έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και περιγράφει την αύξηση της έντασης του ρεύματος σε μια ηλεκτρική συσκευή ή εγκατάσταση… … Dictionary of Greek
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
λαμπιόνι — το μικρός λαμπτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lampione] … Dictionary of Greek
λουξ — (I) το 1. πρακτική μονάδα φωτισμού που ανήκει στο διεθνές μετρικό σύστημα και ισοδυναμεί με τον φωτισμό μιας επιφάνειας η οποία δέχεται κάθετα φωτεινή ροή ίση με ένα λούμεν ανά τετραγωνικό μέτρο κατανεμημένη κατά τρόπο ομοιόμορφο 2. ισχυρός… … Dictionary of Greek
φαείνω — Α (ποιητ. τ.) 1. φωτίζω, φέγγω («λαμπτῆρας τρεῑς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν ὄφρα φαείνοιεν», Ομ. Οδ.) 2. (μτβ.) φέρνω στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαείνω (< *φαFεν yω) έχει σχηματιστεί από το ουσ. φάος (βλ. λ. φως) μέσω ενός αμάρτυρου τ. με θ. σε ν *φαF… … Dictionary of Greek
φθορισμός — Η εκπομπή από μερικές ουσίες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συχνότητας μικρότερης από τις συχνότητες που αποτελούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στον φθορίτη, με τη διαπίστωση ότι, όταν το φως διασχίσει έναν κρύσταλλο… … Dictionary of Greek